- συνοδευτικός
- η , ό сопроводительный; сопутствующий, сопровождающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεμπτήριος — ὁ, ἡ, Α [πεμπτήρ] προπεμπτήριος, συνοδευτικός … Dictionary of Greek